ζώσῃ

ζώσῃ
ζάω
pres part act fem dat sg (attic epic ionic)
ζώννυμι
gird
aor subj mid 2nd sg
ζώννυμι
gird
aor subj act 3rd sg
ζώννυμι
gird
fut ind mid 2nd sg
ζώσηι , ζῶσις
girding on
fem dat sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζώση — η (AM ζῶσις) [ζώννυμι] η ενέργεια τού ζώνω, το ζώσιμο, η περίζωση νεοελλ. η τοποθέτηση και το σφίξιμο τής ζώνης γύρω από τη μέση νεοελλ. μσν. η μέση, η οσφύς μσν. αρχ. η ζώνη …   Dictionary of Greek

  • ζώσηι — ζώσῃ , ζάω pres part act fem dat sg (attic epic ionic) ζώσῃ , ζώννυμι gird aor subj mid 2nd sg ζώσῃ , ζώννυμι gird aor subj act 3rd sg ζώσῃ , ζώννυμι gird fut ind mid 2nd sg ζῶσις girding on fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταζωστικός — καταζωστικός, ή, όν (Α) [καταζώννυμι] 1. αυτός που ανήκει στη ζώση ή είναι κατάλληλος για ζώση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταζωστικόν έργο που αναφέρεται στον τρόπο τής ζώσης τών ιερών εσθήτων …   Dictionary of Greek

  • ζωσιά — η η ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζώση + κατάλ. ιά (πρβλ. άρνηση > αρνησιά, θόλωση > θολωσιά)] …   Dictionary of Greek

  • ζώσιμο — το [ζώνω] 1. η περιβολή τής μέσης με ζώνη, η ζώση 2. (μτφ. για εχθρικές δυνάμεις σε καιρό πολέμου) η περικύκλωση («το ζώσιμο τών εχθρών») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”