ζώση — η (AM ζῶσις) [ζώννυμι] η ενέργεια τού ζώνω, το ζώσιμο, η περίζωση νεοελλ. η τοποθέτηση και το σφίξιμο τής ζώνης γύρω από τη μέση νεοελλ. μσν. η μέση, η οσφύς μσν. αρχ. η ζώνη … Dictionary of Greek
ζώσηι — ζώσῃ , ζάω pres part act fem dat sg (attic epic ionic) ζώσῃ , ζώννυμι gird aor subj mid 2nd sg ζώσῃ , ζώννυμι gird aor subj act 3rd sg ζώσῃ , ζώννυμι gird fut ind mid 2nd sg ζῶσις girding on fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταζωστικός — καταζωστικός, ή, όν (Α) [καταζώννυμι] 1. αυτός που ανήκει στη ζώση ή είναι κατάλληλος για ζώση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταζωστικόν έργο που αναφέρεται στον τρόπο τής ζώσης τών ιερών εσθήτων … Dictionary of Greek
ζωσιά — η η ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζώση + κατάλ. ιά (πρβλ. άρνηση > αρνησιά, θόλωση > θολωσιά)] … Dictionary of Greek
ζώσιμο — το [ζώνω] 1. η περιβολή τής μέσης με ζώνη, η ζώση 2. (μτφ. για εχθρικές δυνάμεις σε καιρό πολέμου) η περικύκλωση («το ζώσιμο τών εχθρών») … Dictionary of Greek